- ἐργεπιστάτης
- ἐργεπιστάτηςsuperintendent of worksmasc nom sgἐργεπιστατέωto be superintendent of worksimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εργεπιστάτης — ἐργεπιστάτης, ὁ (Α) επιστάτης έργων … Dictionary of Greek
ἐργεπιστάτην — ἐργεπιστάτης superintendent of works masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργεπιστάτας — ἐργεπιστάτᾱς , ἐργεπιστάτης superintendent of works masc acc pl ἐργεπιστάτᾱς , ἐργεπιστάτης superintendent of works masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργοστόλος — ἐργοστόλος, ον (Α) ο εργεπιστάτης … Dictionary of Greek
υποεργεπιστάτης — ὁ, Α αυτός που σε μια ιεραρχία έχει βαθμό κατώτερο τού επιστάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐργεπιστάτης «επιστάτης έργων»] … Dictionary of Greek